κολαούζο

κολαούζο
το (μηχανολ.) εργαλείο τών μηχανουργών και σιδηρουργών που χρησιμοποιείται με το χέρι ή με εργαλειομηχανή για τη διάνοιξη εσωτερικών σπειρωμάτων σε οπές μικρής διαμέτρου τα οποία προορίζονται για την εισαγωγή βιδών, ο σπειροτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. κολαούζος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κολαούζος — ο (λ. τουρκ.) 1. οδηγός, οδηγητής: Χωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει (παροιμ.). 2. τεντωμένο σκοινί με το οποίο συνεννοείται συνθηματικά ο δύτης με τον κολαουζιέρη. 3. έμπειρος σύμβουλος: Δεν τον χρειάζομαι για κολαούζο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελικοτομίς — η εργαλείο με το οποίο ανοίγεται τρύπα με εσωτερική έλικα, το κολαούζο …   Dictionary of Greek

  • κολαούζος — (I) ο ζωολ. κοινή ονομασία τού είδους Echeneis naucrates, τού γένους εχηνηίς. (II) (Μ) και κολαούζης, ο 1. αυτός που δείχνει τον δρόμο προς κάποιο τόπο, πρωτοπόρος, οδηγός («χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει») 2. έμπειρος σύμβουλος,… …   Dictionary of Greek

  • κοχλιοτρύπανο — το χειροκίνητο ή μηχανικό εργαλείο που χρησιμεύει για τη διάνοιξη σπειρωμάτων στο εσωτερικό τρημάτων μικρής διαμέτρου τα οποία πρόκειται να υποδεχθούν κοχλίες, αλλ. σπειροτόμος, κν. κολαούζο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοχλίας + τρύπανον] …   Dictionary of Greek

  • σπειροτόμος — ο, Ν (μηχανολ.) 1. χειροκίνητο ή μηχανοκίνητο εργαλείο που χρησιμοποιείται για την κοπή σπειρωμάτων στο εσωτερικό τρημάτων μικρής διαμέτρου, προκειμένου τα τελευταία να δεχθούν κοχλίες, αλλ. ελικοτομίδα και κοχλιοτρύπανο, κν. κολαούζο 2. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • χωριό — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ.), στην πρώην επαρχία Καλύμνου, του νομού Δωδεκανήσου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλύμνου. * * * το, Ν 1. αγροτικός οικισμός, μικρότερος σε έκταση και σε πληθυσμό από την κωμόπολη («τον μαύρο καβαλίκεψε και στο… …   Dictionary of Greek

  • κολαουζιέρης — ο ναύτης βοηθός δύτη, με τον οποίο συνεννοείται με τεντωμένο σκοινί (κολαούζο) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωριό — το 1. μικρός συνοικισμός: Ζει στο χωριό. 2. το σύνολο των κατοίκων του χωριού: Ήρθε όλο το χωριό. 3. φρ., «Δεν κάνουμε χωριό οι δυο μας», δε συμφωνούμε. 4. φρ., «Γίναμε από δυο χωριά», μαλώσαμε. 5. παροιμ. «Xωριό που φαίνεται κολαούζο δε θέλει»,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”